Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
View word page
προσεπιλογίζομαι
bring further proof

ShortDef

bring further proof

Debugging

Headword:
προσεπιλογίζομαι
Headword (normalized):
προσεπιλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιλογιζομαι
IDX:
75396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75397
Key:

Data

{'content': 'bring further proof'}