Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
View word page
προσεπιλιπαίνω
enrich yet more

ShortDef

enrich yet more

Debugging

Headword:
προσεπιλιπαίνω
Headword (normalized):
προσεπιλιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιλιπαινω
IDX:
75394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75395
Key:

Data

{'content': 'enrich yet more'}