Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
View word page
προσεπιλαμβάνω
bandage something to something else; mid. take part with

ShortDef

bandage something to something else; mid. take part with

Debugging

Headword:
προσεπιλαμβάνω
Headword (normalized):
προσεπιλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιλαμβανω
IDX:
75391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75392
Key:

Data

{'content': 'bandage something to something else; mid. take part with'}