Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
View word page
προσεπικτάομαι
to acquire besides

ShortDef

to acquire besides

Debugging

Headword:
προσεπικτάομαι
Headword (normalized):
προσεπικτάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπικταομαι
IDX:
75390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75391
Key:

Data

{'content': 'to acquire besides'}