Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαίρεσις
ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
ἀνθάρπαγμα
Ἄνθεια
ἄνθειον
ἀνθεκτέον
ἀνθεκτέος
ἀνθεκτικός
ἀνθελετός
ἀνθελιγμός
ἀνθέλιξ
ἀνθέλκω
ἄνθεμα
View word page
ἀνθάρπαγμα
a thing seized by way of reprisal
ShortDef
a thing seized by way of reprisal
Debugging
Headword:
ἀνθάρπαγμα
Headword (normalized):
ἀνθάρπαγμα
Headword (normalized/stripped):
ανθαρπαγμα
IDX:
7538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7539
Key:
Data
{'content': 'a thing seized by way of reprisal'}