Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιθετέον
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
View word page
προσεπικοσμέω
to embellish besides

ShortDef

to embellish besides

Debugging

Headword:
προσεπικοσμέω
Headword (normalized):
προσεπικοσμέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπικοσμεω
IDX:
75387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75388
Key:

Data

{'content': 'to embellish besides'}