Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
View word page
προσεπίκειμαι
to be urgent besides

ShortDef

to be urgent besides

Debugging

Headword:
προσεπίκειμαι
Headword (normalized):
προσεπίκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπικειμαι
IDX:
75384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75385
Key:

Data

{'content': 'to be urgent besides'}