Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
View word page
προσεπικαταδέω
tie on
ShortDef
tie on
Debugging
Headword:
προσεπικαταδέω
Headword (normalized):
προσεπικαταδέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπικαταδεω
IDX:
75381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75382
Key:
Data
{'content': 'tie on'}