Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνηχέω
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαίρεσις
ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
ἀνθάρπαγμα
Ἄνθεια
ἄνθειον
ἀνθεκτέον
ἀνθεκτέος
ἀνθεκτικός
ἀνθελετός
ἀνθελιγμός
ἀνθέλιξ
ἀνθέλκω
View word page
ἀνθαρμόζω
fit
ShortDef
fit
Debugging
Headword:
ἀνθαρμόζω
Headword (normalized):
ἀνθαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
ανθαρμοζω
IDX:
7537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7538
Key:
Data
{'content': 'fit'}