Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπιδέομαι
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
View word page
προσεπιζευγνύω
adjungo
ShortDef
adjungo
Debugging
Headword:
προσεπιζευγνύω
Headword (normalized):
προσεπιζευγνύω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιζευγνυω
IDX:
75373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75374
Key:
Data
{'content': 'adjungo'}