Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
View word page
προσεπιδοξάζω
confirm by approval

ShortDef

confirm by approval

Debugging

Headword:
προσεπιδοξάζω
Headword (normalized):
προσεπιδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιδοξαζω
IDX:
75371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75372
Key:

Data

{'content': 'confirm by approval'}