Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνήφαιστος
ἀνηχέω
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαίρεσις
ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
ἀνθάρπαγμα
Ἄνθεια
ἄνθειον
ἀνθεκτέον
ἀνθεκτέος
ἀνθεκτικός
ἀνθελετός
ἀνθελιγμός
ἀνθέλιξ
View word page
ἀνθάριον
pimple, eruption

ShortDef

pimple, eruption

Debugging

Headword:
ἀνθάριον
Headword (normalized):
ἀνθάριον
Headword (normalized/stripped):
ανθαριον
IDX:
7536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7537
Key:

Data

{'content': 'pimple, eruption'}