Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
View word page
προσεπιδέω
extend a bandage

ShortDef

extend a bandage

Debugging

Headword:
προσεπιδέω
Headword (normalized):
προσεπιδέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιδεω
IDX:
75365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75366
Key:

Data

{'content': 'extend a bandage'}