Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
View word page
προσεπιδαψιλεύομαι
spend lavishly besides

ShortDef

spend lavishly besides

Debugging

Headword:
προσεπιδαψιλεύομαι
Headword (normalized):
προσεπιδαψιλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιδαψιλευομαι
IDX:
75361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75362
Key:

Data

{'content': 'spend lavishly besides'}