Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
View word page
προσεπιγίγνομαι
to be added, supervene

ShortDef

to be added, supervene

Debugging

Headword:
προσεπιγίγνομαι
Headword (normalized):
προσεπιγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιγιγνομαι
IDX:
75359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75360
Key:

Data

{'content': 'to be added, supervene'}