Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
View word page
προσεπιβοηθέω
come to help

ShortDef

come to help

Debugging

Headword:
προσεπιβοηθέω
Headword (normalized):
προσεπιβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιβοηθεω
IDX:
75357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75358
Key:

Data

{'content': 'come to help'}