Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
View word page
προσεπιβλάπτω
injure further

ShortDef

injure further

Debugging

Headword:
προσεπιβλάπτω
Headword (normalized):
προσεπιβλάπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιβλαπτω
IDX:
75353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75354
Key:

Data

{'content': 'injure further'}