Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
View word page
προσεπί
in addition to
ShortDef
in addition to
Debugging
Headword:
προσεπί
Headword (normalized):
προσεπί
Headword (normalized/stripped):
προσεπι
IDX:
75351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75352
Key:
Data
{'content': 'in addition to'}