Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
View word page
προσεπηχέω
increase resonance

ShortDef

increase resonance

Debugging

Headword:
προσεπηχέω
Headword (normalized):
προσεπηχέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπηχεω
IDX:
75350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75351
Key:

Data

{'content': 'increase resonance'}