Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
View word page
προσεπηρεάζω
abuse besides
ShortDef
abuse besides
Debugging
Headword:
προσεπηρεάζω
Headword (normalized):
προσεπηρεάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπηρεαζω
IDX:
75349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75350
Key:
Data
{'content': 'abuse besides'}