Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνηστος
ἀνήσυχος
ἀνήφαιστος
ἀνηχέω
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαίρεσις
ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
ἀνθάρπαγμα
Ἄνθεια
ἄνθειον
ἀνθεκτέον
ἀνθεκτέος
ἀνθεκτικός
ἀνθελετός
View word page
ἀνθάμιλλος
vying with, rivalling

ShortDef

vying with, rivalling

Debugging

Headword:
ἀνθάμιλλος
Headword (normalized):
ἀνθάμιλλος
Headword (normalized/stripped):
ανθαμιλλος
IDX:
7534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7535
Key:

Data

{'content': 'vying with, rivalling'}