Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
View word page
προσεπέχω
appremo
ShortDef
appremo
Debugging
Headword:
προσεπέχω
Headword (normalized):
προσεπέχω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεχω
IDX:
75348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75349
Key:
Data
{'content': 'appremo'}