Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
View word page
προσεπευωνίζω
sell additionally cheap

ShortDef

sell additionally cheap

Debugging

Headword:
προσεπευωνίζω
Headword (normalized):
προσεπευωνίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπευωνιζω
IDX:
75347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75348
Key:

Data

{'content': 'sell additionally cheap'}