Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
View word page
προσεπερωτητής
adstipulator

ShortDef

adstipulator

Debugging

Headword:
προσεπερωτητής
Headword (normalized):
προσεπερωτητής
Headword (normalized/stripped):
προσεπερωτητης
IDX:
75345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75346
Key:

Data

{'content': 'adstipulator'}