Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
View word page
προσεπεξευρίσκω
to invent for any purpose besides

ShortDef

to invent for any purpose besides

Debugging

Headword:
προσεπεξευρίσκω
Headword (normalized):
προσεπεξευρίσκω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεξευρισκω
IDX:
75343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75344
Key:

Data

{'content': 'to invent for any purpose besides'}