Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
View word page
προσεπεξεργάζομαι
complete still more perfectly

ShortDef

complete still more perfectly

Debugging

Headword:
προσεπεξεργάζομαι
Headword (normalized):
προσεπεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπεξεργαζομαι
IDX:
75342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75343
Key:

Data

{'content': 'complete still more perfectly'}