Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
View word page
προσεπεμβάλλω
throw in, add besides

ShortDef

throw in, add besides

Debugging

Headword:
προσεπεμβάλλω
Headword (normalized):
προσεπεμβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεμβαλλω
IDX:
75341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75342
Key:

Data

{'content': 'throw in, add besides'}