Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
View word page
προσεπεκτείνω
extend further

ShortDef

extend further

Debugging

Headword:
προσεπεκτείνω
Headword (normalized):
προσεπεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεκτεινω
IDX:
75339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75340
Key:

Data

{'content': 'extend further'}