Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
View word page
προσεπεκθλίβω
squeeze out in addition

ShortDef

squeeze out in addition

Debugging

Headword:
προσεπεκθλίβω
Headword (normalized):
προσεπεκθλίβω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεκθλιβω
IDX:
75338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75339
Key:

Data

{'content': 'squeeze out in addition'}