Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
View word page
προσεπεισφέρω
contribute in addition

ShortDef

contribute in addition

Debugging

Headword:
προσεπεισφέρω
Headword (normalized):
προσεπεισφέρω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεισφερω
IDX:
75337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75338
Key:

Data

{'content': 'contribute in addition'}