Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
View word page
προσεπαυρίσκομαι
to be attacked

ShortDef

to be attacked

Debugging

Headword:
προσεπαυρίσκομαι
Headword (normalized):
προσεπαυρίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπαυρισκομαι
IDX:
75333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75334
Key:

Data

{'content': 'to be attacked'}