Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
View word page
προσεπαυξάνω
increase further

ShortDef

increase further

Debugging

Headword:
προσεπαυξάνω
Headword (normalized):
προσεπαυξάνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπαυξανω
IDX:
75332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75333
Key:

Data

{'content': 'increase further'}