Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
View word page
προσεπάρχω
govern as ἔπαρχος besides
ShortDef
govern as ἔπαρχος besides
Debugging
Headword:
προσεπάρχω
Headword (normalized):
προσεπάρχω
Headword (normalized/stripped):
προσεπαρχω
IDX:
75331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75332
Key:
Data
{'content': 'govern as ἔπαρχος besides'}