Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
View word page
προσεπαιτιάομαι
to accuse besides

ShortDef

to accuse besides

Debugging

Headword:
προσεπαιτιάομαι
Headword (normalized):
προσεπαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπαιτιαομαι
IDX:
75327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75328
Key:

Data

{'content': 'to accuse besides'}