Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
προσεπανερέσθαι
προσεπαπειλέω
View word page
προσεξυφαίνω
weave in addition

ShortDef

weave in addition

Debugging

Headword:
προσεξυφαίνω
Headword (normalized):
προσεξυφαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεξυφαινω
IDX:
75319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75320
Key:

Data

{'content': 'weave in addition'}