Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
προσεπαιτιάομαι
View word page
προσεξορκίζω
adjure yet again

ShortDef

adjure yet again

Debugging

Headword:
προσεξορκίζω
Headword (normalized):
προσεξορκίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεξορκιζω
IDX:
75317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75318
Key:

Data

{'content': 'adjure yet again'}