Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
προσεοικότως
προσεπαγγέλλομαι
προσεπάγω
προσεπᾴδω
προσεπαινέω
προσεπαίρω
View word page
προσεξίστημι
cause further disorder

ShortDef

cause further disorder

Debugging

Headword:
προσεξίστημι
Headword (normalized):
προσεξίστημι
Headword (normalized/stripped):
προσεξιστημι
IDX:
75316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75317
Key:

Data

{'content': 'cause further disorder'}