Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
προσεξυβρίζω
προσεξυφαίνω
προσέοικα
View word page
προσεξεύρεσις
additional discovery

ShortDef

additional discovery

Debugging

Headword:
προσεξεύρεσις
Headword (normalized):
προσεξεύρεσις
Headword (normalized/stripped):
προσεξευρεσις
IDX:
75310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75311
Key:

Data

{'content': 'additional discovery'}