Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
προσεξίστημι
προσεξορκίζω
View word page
προσεξετάζω
to search into besides

ShortDef

to search into besides

Debugging

Headword:
προσεξετάζω
Headword (normalized):
προσεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεξεταζω
IDX:
75307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75308
Key:

Data

{'content': 'to search into besides'}