Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
πρόσεξις
View word page
προσεξερείδομαι
to support oneself by

ShortDef

to support oneself by

Debugging

Headword:
προσεξερείδομαι
Headword (normalized):
προσεξερείδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξερειδομαι
IDX:
75305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75306
Key:

Data

{'content': 'to support oneself by'}