Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
προσεξικμάζω
View word page
προσεξερεθίζω
irritate still more

ShortDef

irritate still more

Debugging

Headword:
προσεξερεθίζω
Headword (normalized):
προσεξερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεξερεθιζω
IDX:
75304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75305
Key:

Data

{'content': 'irritate still more'}