Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
προσεξηγέομαι
προσεξηπειρόω
View word page
προσεξεργάζομαι
to accomplish besides

ShortDef

to accomplish besides

Debugging

Headword:
προσεξεργάζομαι
Headword (normalized):
προσεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξεργαζομαι
IDX:
75303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75304
Key:

Data

{'content': 'to accomplish besides'}