Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
προσεξερεθίζω
προσεξερείδομαι
προσεξέρχομαι
προσεξετάζω
προσεξεταστέον
προσεξευπορέω
προσεξεύρεσις
προσεξευρίσκω
View word page
προσεξελίσσω
to unrol besides

ShortDef

to unrol besides

Debugging

Headword:
προσεξελίσσω
Headword (normalized):
προσεξελίσσω
Headword (normalized/stripped):
προσεξελισσω
IDX:
75301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75302
Key:

Data

{'content': 'to unrol besides'}