Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
προσενυβρίζω
προσενυφαίνω
προσεξαγριαίνω
προσεξαιρέω
προσεξαίρω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
προσεξεργάζομαι
View word page
προσεξανίσταμαι
to rise up to

ShortDef

to rise up to

Debugging

Headword:
προσεξανίσταμαι
Headword (normalized):
προσεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξανισταμαι
IDX:
75293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75294
Key:

Data

{'content': 'to rise up to'}