Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
προσενυβρίζω
προσενυφαίνω
προσεξαγριαίνω
προσεξαιρέω
προσεξαίρω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
προσεξελίσσω
προσεξεμέω
View word page
προσεξανδραποδίζομαι
to enslave besides

ShortDef

to enslave besides

Debugging

Headword:
προσεξανδραποδίζομαι
Headword (normalized):
προσεξανδραποδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξανδραποδιζομαι
IDX:
75292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75293
Key:

Data

{'content': 'to enslave besides'}