Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσένταξις
προσεντάττω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
προσενυβρίζω
προσενυφαίνω
προσεξαγριαίνω
προσεξαιρέω
προσεξαίρω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
προσεξελαύνω
προσεξελέγχω
View word page
προσεξαίρω
raise still higher

ShortDef

raise still higher

Debugging

Headword:
προσεξαίρω
Headword (normalized):
προσεξαίρω
Headword (normalized/stripped):
προσεξαιρω
IDX:
75290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75291
Key:

Data

{'content': 'raise still higher'}