Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσενόω
προσένστημα
προσένταξις
προσεντάττω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
προσενυβρίζω
προσενυφαίνω
προσεξαγριαίνω
προσεξαιρέω
προσεξαίρω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
προσεξασκέω
προσέξαψις
View word page
προσεξαγριαίνω
exasperate yet more

ShortDef

exasperate yet more

Debugging

Headword:
προσεξαγριαίνω
Headword (normalized):
προσεξαγριαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεξαγριαινω
IDX:
75288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75289
Key:

Data

{'content': 'exasperate yet more'}