Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεννοέω
προσενοχλέω
προσενόω
προσένστημα
προσένταξις
προσεντάττω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
προσενυβρίζω
προσενυφαίνω
προσεξαγριαίνω
προσεξαιρέω
προσεξαίρω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
προσεξαπατάω
προσεξαπλόω
προσεξάπτω
View word page
προσενυβρίζω
abuse, maltreat besides

ShortDef

abuse, maltreat besides

Debugging

Headword:
προσενυβρίζω
Headword (normalized):
προσενυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσενυβριζω
IDX:
75286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75287
Key:

Data

{'content': 'abuse, maltreat besides'}