Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσενοχλέω
προσενόω
προσένστημα
προσένταξις
προσεντάττω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
προσενυβρίζω
προσενυφαίνω
προσεξαγριαίνω
προσεξαιρέω
προσεξαίρω
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίσταμαι
View word page
προσεντέλλομαι
to enjoin besides

ShortDef

to enjoin besides

Debugging

Headword:
προσεντέλλομαι
Headword (normalized):
προσεντέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεντελλομαι
IDX:
75283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75284
Key:

Data

{'content': 'to enjoin besides'}