Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνήρ
ἀνηρέμητος
ἀνηρεοί
ἀνηρεφής
ἀνήροτος
ἀνηρτημένως
ἀνησιδώρα
ἄνηστος
ἀνήσυχος
ἀνήφαιστος
ἀνηχέω
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαίρεσις
ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἀνθάριον
ἀνθαρμόζω
View word page
ἀνηχέω
raise a shout
ShortDef
raise a shout
Debugging
Headword:
ἀνηχέω
Headword (normalized):
ἀνηχέω
Headword (normalized/stripped):
ανηχεω
IDX:
7527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7528
Key:
Data
{'content': 'raise a shout'}